Σε μια εποχή πολέμων ….. πῶς τιτρώσκεις ἄνευ ξίφους;

Σε μια εποχή πολέμων ….. πῶς τιτρώσκεις ἄνευ ξίφους;

Σε μια εποχή πολέμων και συγκρούσεων η Ορθόδοξη Ασκητική πιο επίκαιρη παρά ποτέ μας δίνει μια αναίμακτη εκδοχή ενός διαμπερούς της καρδίας ανεπούλωτου τραύματος μιας χαίνουσας πληγής από όπου όμως αναβλύζει ειρήνη πραότητα γαλήνη αγάπη… Όταν Λόγος η ρομφαία του Πνεύματος διαπερνά το δίσκο της καρδιάς .. όλα εκ του Λόγου και δια του Λόγου Του..

μέχρι και ο Θεολόγος της Αγάπης ο ευαγγελιστής της αγάπης ο Άγ Ιωάννης ο Θεολόγος που όρισε το Θεό ως αγάπη εν τούτοις ξεκινά έτσι εν αρχή είναι ο Λόγος και ο Λόγος είναι προς το Θεό και Θεός είναι ο Λόγος δεν λέει ούτε κι αυτός ο λάτρης της Αγάπης Του εν αρχή είναι η αγάπη και η αγάπη είναι προς το Θεό κλπ αλλά ”εν αρχή ην ο Λόγος” ως η αρχική αιτία των πάντων Λόγος Δημιουργός Λόγος δίχως Αντίλογο όπου υπόλογος ο καθείς και το κάθε τι…Τέτοια είναι η δύναμη του Λόγου…Του.. Θα έλεγε κανείς ότι ο Λόγος είναι το κέντρο της Αγάπης ..που κεντρίζει πραγματικά με Αγάπη..τα πάντα…προς εξημέρωση..ο Λόγος διαχέει την Αγάπη.. είναι ο αγωγός της αγάπης που αρδεύει τα σύμπαντα ..

ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Τῶν θείων ὕμνων οἱ ἔρωτες
Απόδοση Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης
«“Ἐπίγειος ἄγγελος, οὐράνιος ἄνθρωπος, δόξα τῶν πατέρων, σέμνυμα τῶν ἱερέων, κανόνας γιὰ τοὺς μοναχούς, καύχημα τῶν ἀσκητῶν, στολίδι τῆς Κωνσταντινούπολης” ὅπου στὰ μοναστήρια της ἔδρασε προερχόμενος ἀπ’ τὴν Παφλαγονία τῆς Μ. Ἀσίας ὁ ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ὁ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ὁ ΝΕΟΣ. Ἡ ἐξορία κι’ ὁ κατατρεγμὸς ἀπ’ ὅσους ἀρνιοῦνταν νὰ τὸν καταλάβουν εἶναι τὸ ἐλαφρότερο, ἀπὸ τὰ τρομερὰ μαρτύρια ποὺ ἐπέβαλε ὁ ἴδιος στὸ σῶμα του, ἀρνιέμενος τὰ ἐγκόσμια γιὰ τὴ σκέψη. Διαβάζοντας τοὺς Ὕμνους Θείων Ἐρώτων καθὼς καὶ τοὺς ἄλλους λόγους του σὲ πεζό, δέχεσαι τὸν παλμὸ πίστης ποὺ σοῦ μεταδίνει, τὴν χριστιανικὴ παράδοση ποὺ κρύβεις μέσα σου καὶ στὴν ξυπνᾶ, ζωντανεύει ἐντός σου ὁ κόσμος τοῦ θαύματος».

Έτσι ολιγόλογα και χαρακτηριστικά παρουσιάζει ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης το 1946 στους αναγνώστες του περιοδικού Κοχλίας τον Συμεών τον νέο Θεολόγο, μαζί με τις παρατιθέμενες αποδόσεις δύο Ύμνων του.

Ο Συμεών (949-1022), σύμφωνα με τον βίο του, που συνέγραψε ο μαθητής του Νικήτας Στηθάτος, γεννήθηκε στην Παφλαγονία στους κόλπους μιας πλούσιας οικογένειας και έλαβε την εγκύκλιο παιδεία στην Κωνσταντινούπολη. Στα 14 του όμως χρόνια εγκατέλειψε τις σπουδές του, καθώς τον προσέλκυσε ο μοναστικός βίος και εκάρη μοναχός στη μονή του Στουδίου, υπό την πνευματική εποπτεία του Συμεών του ευλαβούς. Εν συνεχεία, έγινε ο ίδιος ηγούμενος της μονής του Αγίου Μάμα, όπου και συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις από τους μοναχούς μα και την εκκλησιαστική αρχή, εξαιτίας της υπερβολικής –όπως θεωρήθηκε– ευλάβειας και απόλυτης προσήλωσης που έδειχνε στον πνευματικό του πατέρα Συμεών ευλαβή, τον οποίο και θεωρούσε άγιο. Οδηγήθηκε σε παραίτηση και περιορισμό σε μια κωμόπολη κοντά στη Χρυσούπολη. Επιστρέφοντας από την εξορία, εγκαταβίωσε σε ένα μικρό μοναστηράκι κοντά στη Βασιλεύουσα, όπου και εκμέτρησε το ζην.

Ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους του χριστιανικού μυστικού ρεύματος, ο Συμεών στα έργα του μιλά με έναν εξόχως τολμηρό ποιητικό και ερωτικό λόγο για την απευθείας ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, τη θέωση, την οποία εκφράζει και βιώνει ως μανικό έρωτα, όπως μαρτυρούν τα έργα του (ΚεφάλαιαΚατηχήσειςΕυχαριστίαιΛόγοι και πάνω απ’ όλα Ύμνοι), ήδη από αυτή τη ζωή σωματικώς. Φτάνει μάλιστα να μιλά με τέτοια ελευθερία και απλότητα για τη θέωση του ανθρώπινου σώματος ώστε κάθε μέλος του να είναι ο Χριστός ο ίδιος..:

Εἰς γὰρ πολλὰ γινόμενος εἷς ἀμέριστος μένει,
μερὶς ἑκάστῃ δὲ αὐτὸς ὅλος Χριστὸς ὑπάρχει·
πάντως οὖν οὕτως ἔγνωκας Χριστὸν καὶ δάκτυλόν μου
καὶ βάλανον – οὐκ ἔφριξας, ἢ σὺ καὶ ἐπῃσχύνθης;  

Τῶν θείων ὕμνων οἱ ἔρωτες

τοῦ ἁγίου καὶ μεγάλου πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν
τοῦ νέου ἐν θεολόγοις καὶ πρεσβυτέρου γεγονότος
καὶ ἡγουμένου τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Μάμαντος

(6) Τοῦ αὐτοῦ τετράστιχα τὸν πρὸς θεὸν αὐτοῦ ἐντεῦθεν δεικνύοντα ἔρωτα.

Πῶς καὶ πῦρ ὑπάρχεις βλύζον,
πῶς καὶ ὕδωρ ᾖς δροσίζον;

πῶς καὶ καίεις καὶ γλυκαίνεις,
πῶς φθορὰν ἐξαφανίζεις;
πῶς θεοὺς ποιεῖς ἀνθρώπους,
πῶς τὸ σκότος φῶς ἐργάζῃ;
πῶς ἀνάγεις ἐκ τοῦ ᾅδου,
πῶς θνητοὺς ἐξαφθαρτίζεις;
πῶς πρὸς φῶς τὸ σκότος ἕλκεις,
πῶς τὴν νύκτα περιδράσσῃ;
πῶς καρδίαν περιλάμπεις,
πῶς με ὅλον μεταβάλλεις;
πῶς ἑνοῦσαι τοῖς ἀνθρώποις,
πῶς υἱοὺς θεοῦ ἐργάζῃ;
πῶς ἐκκαίεις σου τῷ πόθῳ
πῶς τιτρώσκεις ἄνευ ξίφους;
πῶς ἀνέχῃ, πῶς βαστάζεις,
πῶς εὐθὺς οὐκ ἀποδίδως;
πῶς ὑπάρχων ἔξω πάντων
βλέπεις πάντων τὰ πρακτέα;
πῶς μακρὰν ἡμῶν τυγχάνων
καθορᾷς ἑκάστου πρᾶξιν;
δὸς ὑπομονὴν σοῖς δούλοις,
μὴ καλύψῃ τούτους θλῖψις.

Και τώρα πως δρα ο πνευματικός μεταβολισμός πως μεταβολίζεται το ουράνιο στο ανθρώπινο μια μετουσίωση, μέθεξις…

46) Ἐξομολόγησις εὐχῇ συνημμένη· καί περὶ συναφείας πνεύματος ἁγίου καὶ ἀπαθείας.

Ἐμάκρυνα, φιλάνθρωπε, ηὐλίσθην ἐν ἐρήμῳ
καὶ ἀπεκρύβην ἀπὸ σοῦ τοῦ γλυκέος δεσπότου·
ὑπὸ τὴν νύκτα γεγονὼς τῆς τοῦ βίου μερίμνης
πολλὰ ἐκεῖθεν δήγματα καὶ τραύματα ὑπέστην,
πολλὰς πληγὰς ἐπανελθὼν φέρω ἐν τῇ ψυχῇ μου,
καὶ κράζω ἐν ὀδύνῃ μου καὶ πόνῳ τῆς καρδίας·
ἐλέησον, οἰκτείρησον ἐμὲ τὸν παραβάτην·
ὦ ἰατρὲ φιλόψυχε καὶ φιλοικτίρμον μόνε,
ὁ δωρεὰν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τετραυματισμένους
ἰώμενος, ἰάτρευσον μώλωπας, τραύματά μου·

στάλαξόν σου τὸ ἔλαιον τῆς χάριτος, θεέ μου,
καὶ τὰς πληγάς μου ἄλειψον, ἐξάλειψον τὰ ἕλκη
·
συνούλωσον καὶ σύσφιγξον τὰ παραλελυμένα
μέλη μου καὶ ἀφάνισον τὰς οὐλὰς πάσας, σῶτερ
,
καὶ τέλεον ὑγίωσον ὅλον με ὡς τὸ πρώην,
ὅτε οὐκ ἦν μοι μολυσμός, ὅτε οὐκ ἦν μοι μώλωψ
οὐδὲ πληγὴ φλεγμαίνουσα, οὐ κηλίς, ὦ θεέ μου,
ἀλλὰ γαλήνη καὶ χαρά, εἰρήνη καὶ πραότης
ἁγία τε ταπείνωσις καὶ ἡ μακροθυμία,

ὑπομονῆς ὁ φωτισμὸς καὶ τῶν καλλίστων ἔργων
ὑπομονὴ καὶ δύναμις ἀήττητος εἰς ἅπαν·
ἐξ οὗ πολλὴ παράκλησις δακρύων καθ’ ἑκάστην,
ἐξ οὗ ἡ ἀγαλλίασις ἐν τῇ ἐμῇ καρδίᾳ
ὥσπερ πηγὴ ἀνέβρυεν, ἔρρεεν ἀεννάως

καὶ ῥεῖθρον ἦν μελισταγὲς εὐφροσύνης τε πόμα
διηνεκῶς στρεφόμενον ἐν στόματι νοός μου·
ὅθεν ὑγεία ἅπασα, ὅθεν ἡ καθαρότης,
ὅθεν ἡ ῥύψις τῶν παθῶν καὶ λογισμῶν ματαίων,
ὅθεν ἡ ἀστραπόμορφος ἀπάθεια συνῆν μοι
καὶ συνεγίνετο ἀεὶ (πνευματικῶς μοι νόει
ὁ ταῦτα διερχόμενος, μὴ μολυνθῇς ἀθλίως)
ἄφατον ἐμποιοῦσά μοι ἡδονὴν συνουσίας
καὶ γάμου πόθον ἄπειρον ἑνώσεως ἐνθέου·
ἐξ ἧς κἀγὼ μεταλαβὼν ἀπαθὴς ἐγενόμην
ἐκπυρωθεὶς τῇ ἡδονῇ, φλεχθεὶς αὐτῆς τῷ πόθῳ,
καὶ τοῦ φωτὸς μετέσχηκα, ναί, καὶ φῶς ἐγενόμην,
πάθους παντὸς ἀνώτερος, ἐκτὸς κακίας πάσης·
οὐ γὰρ προσψαύει τῷ φωτὶ τῆς ἀπαθείας πάθος,
ὡς οὐδ’ ἡλίῳ ἡ σκιὰ ἢ τῆς νυκτὸς τὸ σκότος.
τοιοῦτος οὖν γενόμενος τοιοῦτος τε ὑπάρχων,
ὑπεχαυνώθην, δέσποτα, ὡς ἐμαυτῷ θαρρήσας
μερίμνῃ ὑπεσύρην τε τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων
φροντίδι τε βιωτικῶν κατέπεσα, ὁ τάλας,
καὶ ψυχρανθεὶς ὡς σίδηρος μελανὸς ἐγενόμην

καὶ ἐγχρονίσας κείμενος ἰὸν προσελαβόμην·
καὶ διὰ τοῦτό σοι βοῶ πάλιν καθαρισθῆναι
αἰτούμενος, φιλάνθρωπε, καὶ εἰς τὸ πρῶτον κάλλος
ἀνενεχθῆναι καὶ τοῦ σοῦ φωτὸς καταπολαῦσαι
νῦν τε καὶ ἀεὶ καὶ εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας·
ἀμήν. (neoplanodion)

dimpenews.com